- ἰθυωρίη
- ἰθυωρίηdirectionfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιθυωρίη — ἰθυωρίη, ἡ (Α) ιων. τ. ευθυωρία, φυσική ή φυσιολογική διεύθυνση ή θέση μέλους τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ευθυωρία] … Dictionary of Greek
ἰθυωρίῃ — ἰθυωρίη direction fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθυωρίην — ἰθυωρίη direction fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθυωρίης — ἰθυωρίη direction fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθυωρία — ἰθυωρίᾱ , ἰθυωρίη direction fem nom/voc/acc dual ἰθυωρίᾱ , ἰθυωρίη direction fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθυωρίας — ἰθυωρίᾱς , ἰθυωρίη direction fem acc pl ἰθυωρίᾱς , ἰθυωρίη direction fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθυωρία — η (Α εὐθυωρία) η ευθεία κίνηση ή κατεύθυνση αρχ. 1. φρ. α) «κατ εὐθυωρίαν» κατά μήκος β) «ἀντικρούω κατ εὐθυωρίαν» αντιστέκομαι ευθέως γ) «ἄπειρα εἰς εὐθυωρίαν» σε άπειρη σειρά 2. δοτ. εὐθυωρίᾳ κατευθείαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + ορία (< όρος) … Dictionary of Greek
ιθύς — (I) ἰθύς, εῑα, ύ, θηλ. και ιθέα (ΑΜ) 1. ευθύς, ίσιος 2. δίκαιος, σωστός, ειλικρινής μσν. φρ. «ἐς τὸ ἰθύ» επί τού θέματος αρχ. 1. (το αρσ. και το ουδ. ως επίρρ.) ἰθύς και ἰθύ α) τοπ. κατευθείαν εναντίον κάποιου β) χρον. αμέσως, ευθύς, παρευθύς 2.… … Dictionary of Greek
ἰθυωρίαν — ἰθυωρίᾱν , ἰθυωρίη direction fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)